- ευτού
- (επίρρ. αντί αυτού)αυτού, σ' αυτό το μέρος, εκεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτού, γεν. τής αντωνυμίας αυτός, τής οποίας η σημασία επιρρηματικοποιήθηκε (πρβλ. άλλος > αλλούπας, παντός < παντού)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αυτού — και ευτού (AM αὐτοῡ) επίρρ. ακριβώς σ αυτό το μέρος, εδώ, εκεί νεοελλ. 1. τη στιγμή που, τότε που, καθώς 2. τότε, στη στιγμή αρχ. φρ. «αὐτοῡ ταύτη» ακριβώς εδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Γενική της αντωνυμίας αυτός (πρβλ. άλλος > αλλού, πάντα > παντού)] … Dictionary of Greek
Α,α — Το γράμμα που παρέμεινε επικεφαλής του αλφαβήτου, σε όλη τη διάρκεια και τις φάσεις της ιστορίας του. Προήλθε από το πρώτο σύμβολο του φοινικικού αλφαβήτου, που είχε το γραμμικό σχήμα ⊄, δηλαδή περίπου το σχήμα της κεφαλής του ταύρου και… … Dictionary of Greek